- παραληπτικός
- και παραλημπτικός, -ή, -όν, Α [παραληπτός]αυτός που χρησιμοποιείται προκειμένου να μετρήσει ή να υπολογίσει κανείς κάτι («παραλημπτικὸν μέτρον», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραληπτικόν — παραληπτικός used for calculating dues masc acc sg παραληπτικός used for calculating dues neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτικοῖς — παραληπτικός used for calculating dues masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)